Δίωξη για λόγους πίστης: ο Θεός την καθοδήγησε για να τα βγάλει πέρα σε 6ήμερη ανάκριση και 23ήμερη κράτηση
Την τρίτη ημέρα, στις 2 το μεσημέρι, η αστυνομία πήρε τη Σι Γιανγκ σε ένα ξενοδοχείο σε κάποια πόλη. Δεκάδες ένοπλοι αστυνομικοί με πυροβόλα όπλα φύλασσαν το ξενοδοχείο, καθώς παρίσταντο επίσης ηγέτες από τις δημοτικές αρχές και τις νομικές επιτροπές. Η αστυνομία έδεσε τη Σι Γιανγκ σε έναν σωλήνα για τη θέρμανση, αναγκάζοντάς την να καθίσει στο έδαφος με τα χέρια της πάνω στον σωλήνα. Η πολύωρη καθιστή στάση έκανε τη μέση της να πονάει πολύ και ήταν κουρασμένη, αλλά δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Η Σι Γιανγκ αναγκαστικά ένιωσε κάπως αδύναμη. Έτσι, προσευχήθηκε στον Θεό μέσα από την καρδιά της: «Θεέ μου, δεν ξέρω γιατί αυτή η κακή αστυνομία με έφερε εδώ. Επίσης, δεν ξέρω πώς θα με βασανίσουν. Η ψυχική αγωνία και ο πόνος στο σώμα μου δεν υποφέρονται εύκολα. Θεέ μου, είθε να με καθοδηγήσεις να ξεπεράσω αυτήν την κατάσταση». Μετά την προσευχή, η Σι Γιανγκ σκέφτηκε τον λόγο του Θεού: «Όταν οι άνθρωποι υποβάλλονται σε δοκιμασίες, είναι φυσιολογικό να είναι αδύναμοι, ή να έχουν αρνητικότητα μέσα τους, ή να στερούνται διαύγειας όσον αφορά το θέλημα του Θεού ή το μονοπάτι άσκησής τους. Σε κάθε περίπτωση, ωστόσο, πρέπει να έχεις πίστη στο έργο του Θεού και να μην Τον αρνείσαι, όπως ακριβώς έκανε κι ο Ιώβ». Η καθοδήγηση του λόγου του Θεού έκανε τη Σι Γιανγκ να καταλάβει ότι η δύσκολη θέση της ήταν και δοκιμασία και έλεγχος για εκείνη. Η κυβέρνηση του ΚΚΚ ήθελε να χρησιμοποιήσει τέτοια μέσα για να την κάνει αρνητική και αδύναμη και να προδώσει τον Θεό, ενώ ο Θεός χρησιμοποιούσε τη σύλληψή της για να οδηγήσει στην τελείωση την αληθινή της πίστη στον Θεό και να την κάνει να δει ότι είναι σοφός και παντοδύναμος. Αν και δεν ήξερε πώς θα την βασανίσει η κακή αστυνομία του ΚΚΚ, πίστευε ότι και η κακή αστυνομία ελέγχονταν από τα χέρια του Θεού. Χωρίς την άδεια του Θεού, δεν μπορούσαν να τη βλάψουν. Θα έπρεπε να έχει πίστη στην παντοδυναμία και την κυριαρχία του Θεού. Με αυτήν τη σκέψη, η Σι Γιανγκ παρατήρησε ότι ο πόνος της μειώθηκε σημαντικά. Ξημέρωσε πριν καλά-καλά το καταλάβει.
Την τέταρτη ημέρα, η κακή αστυνομία συνέχισε να την ανακρίνει, εκείνη όμως και πάλι αρνήθηκε να απαντήσει. Μην έχοντας κανένα αποτέλεσμα, ένας κακός αστυνομικός τη χτύπησε ξανά. Τη χαστούκισε στο πρόσωπο με τέτοια δύναμη που είδε αστράκια και το πρόσωπό της πόνεσε πολύ. Στη συνέχεια, ο κακός αστυνομικός τη χτύπησε δυνατά στο κεφάλι με τις γροθιές του τρεις ή τέσσερις φορές και της είπε να μιλήσει. Βλέποντας ότι αρνείται, τη χτύπησε για άλλη μια φορά στο κεφάλι τρεις ή τέσσερις φορές και την ανέκρινε. Αυτό κράτησε περίπου μία ώρα, όμως η Σι Γιανγκ και πάλι δεν είπε τίποτα. Το κεφάλι της πονούσε δυνατά, το πρόσωπό της πρήστηκε και αρκετά μεγάλα καρούμπαλα έκαναν την εμφάνισή τους στο κεφάλι της. Πολεμώντας τον πόνο, είπε μέσα της ότι πρέπει να είναι δυνατή. Προσευχόταν επίσης διαρκώς στον Θεό να της δώσει τη θέληση να υποφέρει. Τότε, η κακή αστυνομία έδειξε στη Σι Γιανγκ ένα μεγάλο φύλλο χαρτί με τις φωτογραφίες σαράντα ή πενήντα αδελφών και της είπε να αναγνωρίσει εάν ήταν πιστοί του Θεού και τι θέσεις κατείχαν στην εκκλησία. Η Σι Γιανγκ είπε σθεναρά: «Δεν τους ξέρω». Όταν οι κακοί αστυνομικοί στην αίθουσα είδαν ότι εξακολουθεί να αρνείται να ομολογήσει, εξοργίστηκαν ακόμη περισσότερο. Ένας από αυτούς βρυχήθηκε οργισμένα στη Σι Γιανγκ: «Νομίζεις ότι δεν είμαι τίποτα; Απλά κάνω τον καλό αυτήν τη στιγμή. Μην παίζεις με την καλοσύνη μου, βρωμογύναικο! Με έκανες ρεζίλι μπροστά στον προϊστάμενό μου. Αν και πάλι δεν πεις τίποτα, μην με κατηγορήσεις που θα σου φερθώ σκληρά!» Με αυτά τα λόγια, χαστούκισε τη Σι Γιανγκ δυνατά στο πρησμένο της πρόσωπο και μετά τη χτύπησε με δύναμη με τις γροθιές του στο πρόσωπο και στο κεφάλι. Αν και η Σι Γιανγκ πονούσε πολύ, υπό την προστασία του Θεού δεν είπε τίποτα.
Αργότερα, ο επικεφαλής της ομάδας ανάκρισης ήρθε μ’ ένα σωρό ανακριτικά αρχεία στα χέρια και είπε: «Αν κι εσύ δεν είπες τίποτα αυτές τις μέρες, οι άλλοι ομολόγησαν όλοι. Γνωρίζουμε πλέον τα πάντα για σας. Ακόμη κι αν δεν πεις τίποτα, μπορούμε και πάλι να σου ασκήσουμε δίωξη. Εάν όμως συνεργαστείς μαζί μας και ομολογήσεις, μπορούμε να ολοκληρώσουμε το έργο μας και να σου υποσχεθώ επίσης ότι δεν θα σε χτυπήσουν άλλο. Τι λες;» Ακούγοντάς το αυτό, η Σι Γιανγκ ξαφνιάστηκε για μια στιγμή, όμως αμέσως συνειδητοποίησε ότι η αστυνομία προσπαθούσε να χρησιμοποιήσει αυτό το τέχνασμα για να σπείρει διχόνοια μεταξύ αυτής και των άλλων αδελφών και ότι ήθελε να τους πουλήσει. Έσπευσε τότε να προσευχηθεί στον Θεό μέσα από την καρδιά της: «Θεέ μου! Ξέρω ότι η αστυνομία χρησιμοποιεί αυτό το τέχνασμα για να με κάνει να πουλήσω τους αδελφούς και τις αδελφές. Είθε να με προστατεύσεις και να με κάνεις να διακρίνω το σχέδιο του Σατανά ώστε να μην πέσω στην παγίδα του και να μην ξεπουλήσω τους αδελφούς και τις αδελφές ή τα συμφέροντα της εκκλησίας». Στη συνέχεια, αγνόησε τον επικεφαλής. Εκείνη τη στιγμή μπήκε και ο επικεφαλής της Μονάδας Εγκληματολογικών Ερευνών κι αμέσως έδωσε στη Σι Γιανγκ ένα άγριο χαστούκι και είπε: «Εσείς οι πιστοί του Θεού δεν είστε παρά μια συμμορία ανόητων. Υπάρχει Θεός; Πού; Στον ουρανό; Μπορείτε να πάτε στον ουρανό; Σταματήστε να πιστεύετε στον Θεό. Πιστέψτε στο ΚΚΚ!» Αυτή η ανοησία έκανε τη Σι Γιανγκ να αηδιάσει. Είπε λοιπόν με αγανάκτηση: «Ο Θεός είναι ο Δημιουργός. Πρέπει να πιστεύουμε σε Αυτόν και να Τον λατρεύουμε. Η κυβέρνηση του ΚΚΚ μάς εμποδίζει να πιστεύουμε στον Θεό, αλλά και μας διώκει. Γίνεται έτσι εχθρός του Θεού». Ακούγοντάς τα αυτά, γέλασε απαίσια και είπε: «Δεν σας αφήνουμε να πιστεύετεˑ και λοιπόν; Σας καταπιέζουμεˑ και λοιπόν;» Αργότερα, η Σι Γιανγκ αποφάσισε να μην μιλήσει καθόλου μαζί τους και αρνήθηκε να τους πει ο, τιδήποτε.
Την πέμπτη μέρα, η κακή αστυνομία συνέχισε να χτυπά τη Σι Γιανγκ. Όταν πονούσε, προσευχόταν συνεχώς και βασιζόταν στον Θεό, οπότε δεν είπε τίποτα. Την έκτη μέρα, μετά τη 1 το μεσημέρι, η κακή αστυνομία την οδήγησε στα γραφεία της Υπηρεσίας Εγκληματολογικών Ερευνών. Ένας κακός αστυνομικός την κοίταξε στραβά και είπε: «Δεν υπάρχει κανείς που να μην έχει ομολογήσει εδώ. Δεν πιστεύω ότι και πάλι δεν θα ομολογήσεις απόψε το βράδυ!» Ακούγοντάς το αυτό, η Σι Γιανγκ ανησύχησε και αγχώθηκε, γι’ αυτό και προσευχήθηκε σιωπηλά: «Θεέ μου. Φαίνεται ότι θα με βασανίσουν απάνθρωπα. Δεν ξέρω αν θα επιζήσω από τα απάνθρωπα βασανιστήρια ή όχι. Μόνο επάνω Σου μπορώ να βασίζομαι. Είθε να μην αφήσεις την καρδιά μου να Σε εγκαταλείψει». Προτού σκοτεινιάσει, κάλυψαν τα παράθυρα με μαύρα πανιά, αφήνοντας μόνο τη Σι Γιανγκ και δύο κακούς αστυνομικούς στην αίθουσα. Βλέποντάς το αυτό, η Σι Γιανγκ αναπόφευκτα φοβήθηκε, αφού δεν ήξερε τι θα της έκαναν. Στη συνέχεια, διέταξαν τη Σι Γιανγκ να καθίσει στην καρέκλα των βασανιστηρίων και της έδεσαν τα χέρια στο πίσω μέρος της. Ένας κακός αστυνομικός, με τσιγάρο στο στόμα, πήρε ένα γκλομπ με ηλεκτρισμό και της πίεζε τα χέρια και το κεφάλι. Η Σι Γιανγκ δεν μπορούσε να κρατήσει τις κραυγές από τον πόνο. Όμως, όσο περισσότερο φώναζε η Σι Γιανγκ, τόσο περισσότερο την τρύπαγε στο κεφάλι και τα χέρια. Την περιγελούσε μάλιστα και έλεγε: «Εσάς τους πιστούς του Θεού, μπορούμε ακόμη και να σας δείρουμε μέχρι θανάτου. Η κυβέρνηση μάς έδωσε την εξουσία». Εκείνη τη στιγμή, το στόμα της Σι Γιανγκ είχε ξεραθεί και με δυσκολία μπορούσε να αναπνεύσει, αισθανόταν δε σαν να ήταν έτοιμη να πεθάνει. Δεν ήξερε πόσο θα αντέξει, το μόνο που μπορούσε ήταν να προσευχηθεί στον Θεό μέσα από την καρδιά της: «Θεέ μου! Είμαι πάρα πολύ αδύναμη και νιώθω πως πεθαίνω. Είθε να με προστατεύσεις και να με σώσεις». Μετά την προσευχή, στο μυαλό της εμφανίστηκε ο λόγος του Θεού: «Αν σου έχει μείνει μονάχα μια ανάσα, ο Θεός δεν θα σε αφήσει να πεθάνεις». Ο λόγος του Θεού έδωσε πίστη στη Σι Γιανγκ. Σκέφτηκε: «Ναι, η ζωή κι ο θάνατός μου βρίσκονται στα χέρια του Θεού. Αν ο Θεός δεν μου επιτρέψει να πεθάνω, δεν θα πεθάνω ακόμη κι αν μου μένει μία μόνο αναπνοή». Η Σι Γιανγκ βασίστηκε ακράδαντα στον Θεό και Τον επικαλείτο συνεχώς στην καρδιά της, θεωρούσε δε ότι ο Θεός ήταν ανά πάσα στιγμή στο πλάι της. Το σώμα της πονούσε, αλλά με τον Θεό ως βράχο της, δεν ανησυχούσε πια. Κατά τρόπο εκπληκτικό, η Σι Γιανγκ άκουγε το τσιτσίρισμα από τον ηλεκτρισμό του γκλομπ στο κεφάλι και στα χέρια της, αλλά δεν αισθανόταν πόνο. Βλέποντας τη μεγάλη δύναμη του Θεού, πλημμύρισε ευγνωμοσύνη απέναντί Του. Ήξερε ότι ο Θεός είχε εισακούσει τις προσευχές της, ότι ο Θεός τη φρόντιζε και τη φύλαγε συνεχώς κι ότι συνέπασχε με την αδυναμία της και την οδηγούσε ώστε να ξεπεράσει το απάνθρωπο βασανιστήριο από τον Σατανά. Εκείνη τη νύχτα, η κακή αστυνομία συνέχισε να την ανακρίνει από τις 7 το βράδυ έως μετά τη 1 το επόμενο πρωί. Το πίσω μέρος των χεριών και των καρπών της Σι Γιανγκ μαύρισε και μελάνιασε, είχε πονοκέφαλο, ένιωθε ζάλη και το κεφάλι της ήταν μουδιασμένο. Αργότερα, καθώς η Σι Γιανγκ και πάλι δεν έλεγε τίποτα και είχε κουραστεί κι η κακή αστυνομία, σταμάτησαν να τη βασανίζουν. Επειδή οι ανακρίσεις τους δεν είχαν κανένα αποτέλεσμα, αποφάσισαν να τη στείλουν στο κέντρο κράτησης.
